- προσίκτωρ
- προσίκτωρone that comes to a templemasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
προσίκτωρ — ορος, ὁ, Α [προσικνοῡμαι] 1. αυτός που προσέρχεται σε ναό ως ικέτης («σεμνὸς προσίκτωρ ἐν τρόποις Ἰξίονος», Αισχύλ.) 2. (για θεό) αυτός προς τον οποίο καταφεύγει κανείς ως ικέτης, ο προστάτης … Dictionary of Greek
προσίκτορες — προσίκτωρ one that comes to a temple masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσίκτορος — προσίκτωρ one that comes to a temple masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσίκτης — ὁ, Α [προσικνοῡμαι] προσίκτωρ* … Dictionary of Greek